Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΣΑΛΗΣ, ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ ΤΟΥ Π.Ν. ΤΩΝ ΗΠΑ

Ο Γιάννης Μπούσαλης ήταν ένα από τα επτά παιδιά του Γκας και της Μαίρη (Προκοβάκη), γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1919.
Το ζευγάρι είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στις αρχές του 1900 από το χωριό Νιάτα, της νοτιοανατολικής Σπάρτης στην Ελλάδα, και στη νέα τους χώρα ασχολήθηκαν με τον χώρο της εστιάσεως.
Σύντομα κατάφεραν να αποκτήσουν το δικό τους εστιατόρειο με το όνομα Ολυμπία, το οποίο λειτουργούσαν μαζί με τα παιδιά τους. Ο Γκας και η Μαίρη ήταν πολύ υπερήφανοι για τη νέα τους χώρα, και την ευκαιρία που τους προσέφερε για μία καλύτερη ζωή, αυτό φρόντισαν να το μεταδώσουν και στα παιδιά τους σαν πατριωτικό συναίσθημα. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αργότερα, όλοι οι γιοι του Γκας υπηρέτησαν στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι και ο μικρότερος γιος τους, ο Θεόδωρος, έκανε αίτηση να καταταγεί στο Αμερικανικό Ναυτικό, απορρίφθηκε όμως λόγω ηλικίας, μιας και ήταν μόλις 8 ετών όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. 


Το ζευγάρι ξεπέρασε τις δυσκολίες του πολέμου με τη βοήθεια των δύο κοριτσιών που είχε, την ευλογία να δει όλους τους γιους του να επιστρέφουν με ασφάλεια στο σπίτι τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στην εφημερίδα Φάριμπολντ Ντέιλυ Νιους, όταν ο δημοσιογράφος ρώτησε την μητέρα των αγοριών αν είχε μετανιώσει για τους πέντε γιους της που υπηρέτησαν στον Αμερικανικό Στρατό, αυτή απάντησε:
«Η μόνη λύπη που έχω είναι ότι θα ήθελα να είχα άλλους πέντε γιους, για να τους προσφέρω στην υπηρεσία της πατρίδας μου»
(Σ.σ.: Μπράβο... Ελληνίδα! Και μάλιστα Σπαρτιάτισσα! Αυτό για κάποιους που εξακολουθούν να αποκαλούν τους “συμπαττριώτες” μας ομογενείς στο Αμέρικα, και όχι “ομοιογενείς” που τους ονόμασα, ονομάζω εγώ).

Ο Γιάννης Μπούσαλης κατατάχτηκε στο Ναυτικό τον Νοέμβριο του 1941, και όταν οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στο 'Λιμάνι των Μαργαριταριών”, βρισκόταν ακόμη στο στρατόπεδο των νεοσυλλέκτων. Μετά τη βασική του εκπαίδευση στη σχολή ασυρματιστών, εντάχθηκε στην 27η Μοίρα Τορπιλοπλάνων/Βομβαρδιστικών (VGS-27) ασυρματιστής/πολυβολητής, πετώντας με αεροσκάφη Γκράμμαν TBF  Άβενγκερ.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1942 ο Γιάννης και οι συνάδελφοί του, επιβιβάστηκαν στο αεροπλανοφόρο  Σάουνι μαζί με 15 αεροσκάφη TBFΆβενγκερ. Μαζί τους επιβιβάστηκε και το προσωπικό της αδελφής Μοίρας 27, η οποία ήταν εξοπλισμένη με 18 καταδιωκτικά ΕΦ4ΕΦ Γουάιλντκάτ. Το Σάουνι αναχώρησε για τον Νότιο Ειρηνικό λίγες μέρες αργότερα από τον λιμένα της Ωκεάνα της Βιρτζίνια, και στις 11 Δεκεμβρίου πέρασε την Διώρυγα του Παναμά.
Το αεροπλανοφόρο ελλημενίζονταν στο Λιμάνι Χαβάνα της νήσου Εφάτε των Νέων Εβρίδων, και μέχρι τις αρχές του 1943 οι Μοίρες του πετούσαν τακτικά σε ασκήσεις σχηματισμού και ανθυποβρυχιακές περιπολίες.
Στα τέλη του Ιανουαρίου το αεροπλανοφόρο εντάχθηκε στην Ομάδα Εργασιών και μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου του 1943, συνέχισε να εκτελεί παρόμοιες αποστολές.
Την αποφράδα εκείνη ημέρα ο Μπούσαλης και το πλήρωμά του αεροσκάφους απονηώθηκαν για μια πολύωρη πτήση-περιπολία ρουτίνας, χωρίς να μπορούν να φανταστούν το άσχημο παιχνίδι που θα τους έπαιζε η μοίρα.
Επανδρώνοντας το TBF- Άβενγκερ με αριθμό σειράς 00530, οι τρεις αεροπόροι ερεύνησαν επί δυόμιση ώρες τον θαλάσσιο τομέα που τους είχε ανατεθεί, όταν ξαφνικά ο κινητήρας του αεροσκάφους άρχισε να υπολειτουργεί, μέχρι που σβήστηκε εντελώς. Ο χειριστής του αεροσκάφους, Σημαιοφόρος (Ι) Μπέντον Σκούντα, ειδοποίησε τον Μπούσαλη και το τρίτο μέλος του πληρώματος, τον Λώρενς Ο Νηλ, να προετοιμαστούν για αναγκαστική προσθαλάσσωση στον ωκεανό.
Σύμφωνα με την αναφορά που συνέταξε αργότερα ο χειριστής, τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής:

«Περίπου στις 15:00 το μεσημέρι της 27ης Φεβρουαρίου 1943, απονηώθηκα με ένα TBF-Άβενγκερ έχοντας πλήρωμα τον πολυβολητή Τζων Μπούσαλη, (ARM2C) και τον ασυρματιστή Λώρεννς Ο Νηλ (ARM2C), για μια προγραμματισμένη πτήση ανθυποβρυχιακής περιπολίας. Πριν από την έναρξη της περιπολίας πραγματοποιήσαμε επί μία ώρα εικονικούς βομβαρδισμούς και τορπιλικές επιθέσεις, εναντίον πλοίων της Τάσκ Φόρς, προσομοιάζοντας Ιαπωνικά αεροσκάφη. Στις 16:00 περάσαμε από την πλώρη του αεροπλανοφόρου μας για να κάνουμε τσεκ-ιν, και στη συνέχεια προχωρήσαμε στην περιπολία του τομέα μας. Κατά το πρώτο μέρος της δεύτερης ώρας, μείναμε εντός των ορίων του τομέα, αλλά σύντομα τον εγκαταλείψαμε για να ψάξουμε γύρω από βροχοπτώσεις και περιοχές χαμηλής ορατότητας που βρίσκονταν εκτός του τομέα. Υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουμε ξανά τσεκ-ιν με το αεροπλανοφόρο μας στις 17:00 και ζητώντας από τον ασυρματιστή Ο΄Νηλ έναν έλεγχο χρόνου, μου δόθηκε η ώρα 17:25. Μελετώντας τον ναυτιλιακό μου χάρτη υπολόγισα ότι ήμουν περίπου 45 μίλια μακριά από το αεροπλανοφόρο, και επρόκειτο να πετάξω σε μια πορεία περίπου 175° για να το συναντήσω. Επέστρεψα στο επίπεδο των 1000 ποδιών για να πετάξω με τους γνωστούς ανέμους, και τη στιγμή που το αεροπλάνο έστρεφε προς την κατεύθυνση που θα ακολουθούσα, εμφανίστηκε αστοχία κινητήρα. Έλεγξα σχολαστικά όλα τα χειριστήρια του πιλοτηρίου σε μια προσπάθεια να επανεκκινήσω τον κινητήρα, αλλά χωρίς επιτυχία, οπότε απέρριψα τις βόμβες και όλοι ετοιμαστήκαμε για αναγκαστική προσθαλάσσωση. Οι βόμβες έπεσαν από ύψος περίπου 500 ποδών και εξερράγησαν χωρίς προβλήματα. Έκλεισα τις θυρίδες της αποθήκης βομβών και κατέβασα τα φλαπς. Ο άνεμος ήταν περίπου 10 κόμβοι και η προσθαλάσσωση ήταν ομαλή και επιτυχής. Αμέσως μετά αναπτύξαμε την ελαστική σωσίβια λέμβο, και προμηθευτήκαμε διάφορα αντικείμενα από το αεροπλάνο προτού βυθιστεί».

Ο Μπούσαλης θυμόταν:

«Ήταν μια πολύ βαρετή και κουραστική πτήση όπως όλες αυτές οι ανθυποβρυχιακές περιπολίες, γιατί έπρεπε να προσέχεις και να ψάχνεις συνεχώς την απέραντη θάλασσα. Ξαφνικά όμως ακούστηκε ο πιλότος μας στην ενδοεπικοινωνία ο οποίος μας ενημέρωσε ότι είχαμε πρόβλημα με τον κινητήρα και θα πέφταμε στην θάλασσα. Έτσι κάναμε αναγκαστική προσθαλάσσωση. Πολλοί άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι η προσγείωση στο νερό είναι μία κάπως ήπια προσγείωση. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αλήθεια. Ουσιαστικά είναι σαν να χτυπάς σε έναν τοίχο από τούβλα».

Το αεροσκάφος κατέπεσε περίπου 45 μίλια από το αεροπλανοφόρο. Το πλήρωμα διέσωσε σε μια λαστιχένια σωσίβια λέμβο, κουτιά με φαγητό και νερό, δύο αλεξίπτωτα, ένα πιστόλι και ορισμένες ιατρικές προμήθειες. Το αεροπλάνο βυθίστηκε σε λιγότερο από δύο λεπτά. Ήταν στη μέση του Νότιου Ειρηνικού, αλλά οι άνδρες μπορούσαν να δουν ένα νησί περίπου 20 μίλια μακριά. Έτσι λοιπόν, άρχισαν την κωπηλασία.

«Προσπαθώντας να βοηθήσουμε τα πράγματα, ο πιλότος και εγώ μπήκαμε στο νερό και προσπαθήσαμε να σπρώξουμε τη σχεδία και όλα ήταν καλά μέχρι που είδαμε καρχαρίες να μας πλησιάζουν. Ανεβήκαμε στην λέμβο γρήγορα».

Καθώς προσπαθούσαν να πλησιάσουν στο νησί, συνειδητοποίησαν ότι τα ρεύματα και ο άνεμος τους έσπρωχναν ξανά προς το πέλαγος. Οι προμήθειες είχαν σχεδόν εξαντληθεί, και οι τρεις άνδρες ήξεραν ότι το να φτάσουν στο νησί ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.

«Ξεκινήσαμε την κωπηλασία, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Είμασταν από ένας άνθρωπος σε κάθε κουπί και ένας θα χρησιμοποιούσε το δικό του ως πηδάλιο για να διευθύνει την λέμβο. Κωπηλατούσαμε ασταμάτητα από τα μεσάνυχτα μέχρι το απόγευμα της επόμενης μέρας, γιατί αν σταματούσαμε τα ρεύματα μας έσπρωχναν ξανά προς την θάλασσα».

Αλλά, την επόμενη μέρα ο αέρας σταμάτησε να φυσά και η αφόρητη ζέστη τους ανάγκασε να ξοδέψουν ενέργεια κωπηλατώντας και πάλι προς το νησί. Ο καυτός ήλιος γέμισε με φουσκάλες το δέρμα των αφυδατωμένων ανδρών, τελικά έφτασαν στην ακτή, και αργότερα ανακάλυψαν ότι είχαν βγει στο Ερομάνγκο, ένα νησί μήκους περίπου 30 μιλίων και πλάτους 20 μιλίων. Χρειάστηκε να περιηγηθούν σε μια απόκρημνη ακτογραμμή, με αιχμηρά κοράλλια και βράχους σχηματισμένους από λάβα, πριν καταφέρουν να βρουν τελικά ένα μέρος για να εγκατασταθούν. Ήταν ηλιοκαμένοι, εξαντλημένοι και διψασμένοι. Οι ελπίδες που είχαν για να βρουν λίγο κρύο νερό από κάποια πηγή, τους βοηθούσαν στο να διατηρούν ψηλά το ηθικό τους, αλλά στην αρχή βρήκαν μόνο μερικές λακκούβες με χλιαρό νερό. Οι ηφαιστειογενείς βράχοι ξέσκισαν τα παπούτσια τους, και τα πόδια τους πονούσαν φοβερά από τις φουσκάλες. Το αλάτι στα ρούχα τους ερέθιζε το ηλιοκαμένο δέρμα τους, οι αεροπόροι προσπάθησαν να εξερευνήσουν το νησί, αλλά δυσκολεύτηκαν από τους γκρεμούς και την πυκνή ζούγκλα. Επιπλέον, έπρεπε να έχουν συνεχώς το νου τους για δηλητηριώδη φίδια. Η εύρεση γλυκού νερού αποδείχθηκε δύσκολη, αλλά τελικά τα κατάφεραν.

«Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να ψάξουμε για νερό και σε μικρή απόσταση από την ακτογραμμή, υπήρχε αυτός ο βράχος λάβας στον οποίο υπήρχε λίγο νερό που δεν ήταν αλμυρό. Ήπιαμε μερικές γουλιές και απλά ξεκουραστήκαμε. Πέσαμε κάτω και ανακτήσαμε τις δυνάμεις μας, πριν αρχίσουμε να περπατάμε».

Οι τρεις άνδρες περιπλανήθηκαν κατά μήκος της ακτογραμμής για τέσσερις ημέρες, και κάποιες  φορές κοιμήθηκαν σε μια σπηλιά. Τα φαγώσιμα που είχαν περιορίζονταν σε μερικά κομμάτια  σοκολάτας, μια κονσέρβα βοδινού και λίγα κρακεράκια. Αλλά αυτά δεν κράτησαν πολύ,  είχαν ανάγκη πολλών περισσοτέρων.

«Πιάναμε αυτά τα μικρά καβούρια της άμμου, ανάβαμε φωτιά και τα ψήναμε. Το κρέας σε ένα τέτοιο καβούρι είναι περίπου στο μέγεθος μιας οδοντογλυφίδας μπορεί και μικρότερο. Γι’ αυτό τρώγαμε όσα περισσότερα μπορούσαμε να βρούμε».
Τα πόδια του Μπούσαλη είχαν πρηστεί από τα εγκαύματα που είχε προκαλέσει ο ήλιος και το αλμυρό νερό στις πληγές, έτστι αναγκάστηκε να κόψει τα παπούτσια του για να μπορέσει να τα ξανά φορέσει. Σύντομα οι άνδρες ανεθάρρησαν καθώς είχαν καταφέρει να βρουν έναν παλιό καταυλισμό ψαράδων κατά μήκος της ακτογραμμής -το πρώτο σημάδι πολιτισμού στο νησί- βρήκαν επίσης πορτοκάλια, λάιμ και παπάγια περίπου μισό μίλι στην ενδοχώρα. Την πέμπτη μέρα, συνάντησαν επιτέλους έναν ντόπιο νησιώτη να ψάχνει για ένα χαμένο γουρούνι.

«Τον χαιρετίσαμε στη γλώσσα μας, μας απάντησε με σπαστά αγγλικά, και μάθαμε ότι και άλλο προσωπικό του Πολεμικού Ναυτικού είχε συντριβεί εκεί πάνω».

Ο ντόπιος πήγε τους άντρες πίσω στο χωριό του, όπου φύτρωναν μπανάνες, ανανάδες και πορτοκάλια στους κήπους.

«Μπορώ ακόμα να θυμηθώ τη γλυκύτητα αυτών των ανανάδων», αναπολούσε ο Μπούσαλης πολλά χρόνια αργότερα.

Εκείνο το βράδυ οι ιθαγενείς έκαναν ένα γλέντι προς τιμήν τους. Οι αεροπόροι έμαθαν ότι είχαν φτάσει στο Ερρομάνγκο, ένα νησί σε μια Βρετανογαλλική αλυσίδα νησιών που τότε ονομαζόταν Νέες Εβρίδες, και σήμερα είναι γνωστό ως Βανουάτου. Οι οικοδεσπότες τους είπαν ότι ένας Αυστραλός κτηνοτρόφος ονόματι S.O. Μάρτιν ζούσε στην άλλη άκρη του νησιού, πέρασαν δύο χαρούμενες ημέρες στο χωριό του Ανλέγκ πριν τους μεταφέρουν οι οικοδεσπότες τους στο ράντσο του Μάρτιν. Όλες οι γηγενείς γυναίκες έκλαιγαν όταν έφυγαν. Ο Μαρτιν χάρηκε που τους είδε και πραγματικά δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Στο παρελθόν και άλλα αεροπορικά πληρώματα είχαν ξεβραστεί στο Ερρομάνγκο νωρίτερα στον πόλεμο.

«Όταν μας είδε, άρχισε να γελάει και αυτό μας ενόχλησε λίγο. Αλλά μετά μας είπε ότι το χόμπι του ήταν να μαζεύει Αμερικανούς αεροπόρους, επειδή προϋπήρξαν και άλλοι που είχαν συντριβεί εκεί πριν από εμάς».

Ο Μάρτιν τους τάισε μπριζόλες και τους πήγε για ιππασία, ενώ περνούσαν πολλές ώρες συζητώντας και καπνίζοντας πούρα.
Οι τρεις άνδρες ανέκτησαν τις δυνάμεις και την υγεία τους, αν και ο Μπούσαλης προσβλήθηκε από ελονοσία κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί. Ευτυχώς, ο Αυστραλός κτηνοτρόφος διέθετε προμήθειες κινίνης, και του χορήγησε την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Παρόλα αυτά, ο Ελληνοαμερικανός αεροπόρος θα αντιμετώπιζε κρίσεις πυρετού για αρκετά χρόνια μετά. Ο Μπούσαλης γιόρτασε τα 24α γενέθλιά του στο νησί, περνώντας την ώρα του διαβάζοντας τα βιβλία που είχε ο Μάρτιν στη βιβλιοθήκη του. Ο πλησιέστερος ασύρματος βρισκόταν στο κοντινό νησί Τάννα, και ένα πλοίο εφοδιασμού που παρέδιδε αγαθά στο Ερρομάνγκο, είπε στους κατοίκους αυτού του νησιού ότι ο Μπούσαλης και οι άλλοι δύο είχαν επιζήσει από τη συντριβή του αεροσκάφους τους και περίμεναν την διάσωσή τους. Δύο ημέρες αργότερα, υδροπλάνα προσγειώθηκαν στο νησί και πήγαν τους ταλαιπωρημένους άντρες πίσω στο πλοίο τους. Είχαν περάσει έναν ολόκληρο μήνα στο νησί.

«Η θέληση για επιβίωση είναι πολύ δυνατή, πάρα πολύ δυνατή», συνήθιζε να λέει έκτοτε ο Μπούσαλης.

Οι διασώστες τους ήταν από την 58η Μοίρα Διασώσεως  οι οποίοι αργότερα υπέβαλαν την ακόλουθη αναφορά:

«Δύο αεροπλάνα της μοίρας ανατέθηκαν στις 27 Μαρτίου να πετάξουν από το λιμάνι Χαβάνα της νήσου Εφάτε στις Νέες Εβρίδες, στο κοντινό νησί Ερρομάνγκο, για να διερευνήσουν μια αναφορά ότι υπήρχαν τρεις εχθρικοί στόχοι στο νησί...».

Μέσα σε λίγες μέρες, οι τρεις άνδρες επέστρεψαν στο αεροπλανοφόρο τους, οι συνάδελφοί τους στην Μοίρα δεν περίμεναν ότι θα τους ξανάβλεπαν ζωντανούς, και όπως θυμόταν ο Μπούσαλης:

«Είχαν καθαρίσει το ντουλάπι μου και είχαν πακετάρει τον εξοπλισμό μου, έτοιμο για αποστολή στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Διαβάζοντας την αλληλογραφία του ο Μπούσαλης έμαθε ότι η οικογένειά του είχε κάνει την κηδεία του αφού έλαβε τηλεγράφημα από το ΥΠΕΘΑ ότι αγνοούνταν και εικαζόταν νεκρός. Διάβασε ακόμη και τη δική του νεκρολογία. Ήταν ένας δύσκολος μήνας για τους Μπουσαλήδες. Την ίδια εβδομάδα που εξαφανίστηκε ο Γιάννης, ο αδελφός του Γιώργος ο οποίος εκπαιδεύτηκε για να γίνει και αυτός ιπτάμενος ασυρματιστής του Πολεμικού Ναυτικού, όπως αυτόν, τραυματίστηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στο Ρόουντ Άιλαντ.
Τρεις εβδομάδες μετά την κηδεία του Γιάννη, έκπληκτη η οικογένειά του έμαθε από άλλο επίσημο τηλεγράφημα ότι είχε βρεθεί και ήταν ασφαλής. Έμαθαν τις λεπτομέρειες μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, σε μια μακροσκελή επιστολή που έγραψε ο Τζων και δημοσιεύτηκε ολόκληρη στην τοπική τους εφημερίδα.
Οι τρεις αεροπόροι επέστρεψαν στην υπηρεσία τους και ανέλαβαν τα καθήκοντά τους. Ο Μπούσαλης πετούσε συχνά με τον Σκούντα, και μαζί πήραν μέρος σε πολλές αποστολές από το Γουαδαλκανάλ επιχειρώντας από το αεροδρόμιο Χέντερσον από τις 28 Ιουνίου έως τις 4 Αυγούστου του 1943. Ελληνοαμερικανός αεροπόρος...
Λίγους μήνες μετά την περιπέτειά του, ο Μπούσαλης πήγε με άδεια στο σπίτι του. Επισκέφτηκε τη θεία του στη νότια Ντακότα. Εκείνη του προξένεψε μια νεαρή ντόπια, την Κατίνα Χριστοπούλου.

«Της τηλεφώνησα και της ζήτησα να βγούμε ραντεβού. Είκοσι λεπτά αφότου τη γνώρισα, της ζήτησα να με παντρευτεί».

Η Κατίνα το σκέφτηκε μια νύχτα πριν πει το μεγάλο ναι. Ο Γιάννης  γεμάτος χαρά επέστρεψε στο Φάριμπολντ, και άδειασε τον λογαριασμό ταμιευτηρίου του για να αγοράσει ένα δαχτυλίδι, και μετά πήγε με ωτοστόπ στο Σίου Φολς για να της το δώσει. Στη συνέχεια ο Νπούσαλης έκανε αίτηση για να εκπαιδευτεί ως αξιωματικός. Έχοντας πάρει τον βαθμό του Σημαιοφόρου, συνέχισε την πτητική του εκπαίδευση στον Αεροναύσταθμο και στη Σχολή Πτήσεων της Πενσακόλα της Φλόριδα. Στους εκπαιδευομένους πιλότους εκείνη την εποχή, δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν, όμως αυτός ταξίδεψε μέχρι την γενέτειρά του τον Φεβρουάριο του 1945, για να παντρευτεί την Κατίνα, ενώ ζευγάρι μ' αυτήν μετακόμισε στην Πενσακόλα, όπου προσποιήθηκαν τους αρραβωνιασμένους, μέχρι που ο Μπούσαλης πήρε την “πουλάδα” του  τον Ιούνιο του 1945.
Ο πόλεμος τελείωσε μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, και ο Μπούσαλης τον Σεπτέμβριο του 1945,  αποφάσισε να αποστρατευθεί.

«Της υποσχέθηκα -της Κατίνας- ότι δεν θα επέστρεφα στον χώρο του εστιατορίου, αλλά το έκανα».

Εργάστηκαν μαζί για 16 χρόνια στη Μινεζότα, πριν μετακομίσουν στη Νεμπράσκα, και μεγάλωσαν τέσσερα παιδιά. Έδωσαν το εστιατόριο στον γιο τους Γιώργο το 1984, και μετά μοίρασαν τη ζωή τους μεταξύ των σπιτιών τους στο Λίνκολν και το Σκοντέιλ της Αριζόνα.
Η Κατίνα πέθανε στα 92 της, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του Γιάννη υπηρέτησαν σε διάφορα μέτωπα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και παρά τους κινδύνους που πέρασαν, κατάφεραν να επιβιώσουν.
Ο Νίκος (1915-2003) ήταν ένας μάχιμος χειρουργός που προσφέρθηκε εθελοντικά να κάνει μια πολεμική πτώση με αλεξίπτωτο στο Λος Μπάνος των Φιλιππίνων, όπου κατά την διάσημη επιδρομή στο Λος Μπάνος απελευθερώθηκαν περισσότεροι από 2.000 Αμερικανοί αιχμάλωτοι, χωρίς να χαθεί ούτε ένας Αμερικανός στρατιώτης κατά τη διάρκεια της μάχης.
Ο Μιχάλης (1917-2016) επέζησε από 25 αποστολές ως βομβαρδιστής σε B-24 στο Ευρωπαϊκό μέτωπο, συμπεριλαμβανομένων πολλών μακροχρονίων και οδυνηρών επιθέσεων στα διυλιστήρια πετρελαίου των Ναζί στο Πλοέστι της Ρουμανίας, και ο Γιώργος (1920-1995), τραυματίστηκε σε αεροπορικό ατύχημα κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής αποστολής.
Ο Βασίλης (1924-2019) ήταν τεχνίτης ασυρμάτου σε ένα πλοίο υποστήριξης υδροπλάνων στο αεροπλανοφόρο Χάμλιν, και υπηρετώντας σε αυτό βίωσε αρκετές επιθέσεις Καμικάζι κατά τη διάρκεια των μαχών της Οκινάουα και της Ιβοζίμα.
Μετά τη συνταξιοδότησή του ο Γιάννης, παρευρέθηκε συχνά σε διάφορες επανενώσεις βετεράνων της παλιάς του Μοίρας, μέχρι που η Μονάδα σταμάτησε να τις πραγματοποιεί πριν από μερικά χρόνια, γιατί πολύ λίγοι ήταν αυτοί από τους συντρόφους του, που ήταν πλέον ζωντανοί.
Δεν είδε ποτέ ξανά τον Σκούντα και τον Ο' Νηλ, ο Ο' Νηλ, σκοτώθηκε στον πόλεμο και ο Σκούντα  μετακόμισε στην Ανατολική Ακτή. Πέθανε το 1982.
Ο Μπούσαλης κράτησε μερικά από τα αναμνηστικά του πολέμου σε κουτιά στο γκαράζ του, στολές του και δερμάτινο κράνος αεροπόρου, το καπέλο του ναυτικού με το εθνόσημο και τα κακοποιημένα παπούτσια που φορούσε στο νησί Ερρομάνγκο που εξώκειλε ναυαγός.
Ήξερε ότι μια απίθανη ακολουθία γεγονότων εξαιρετικά καλής τύχης, του επέτρεψαν να επιβιώσει στη θάλασσα και να ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο Γιάννης Μπούσαλης απεβίωσε στις 18 Δεκεμβρίου 2019 σε ηλικία 100 ετών στο Λίνκολν της Νεμπράσκα, και κηδεύτηκε με πλήρεις στρατιωτικές τιμές.